Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τό θέατρο έχει

  • 1 γεμίζω

    1. μετ.
    1) наполнять; заполнять;

    γεμίζω τό κανάτι (με) νερό — наполнять графин водой;

    γεμίζω τό τσουβάλι (με) σιτάρι — наполнять мешок пшеницей;

    γεμί τό χαντάκι — засыпать ров;

    γεμίζω τό τραπέζι (με) παλιόχαρτα — завалить стол- старыми бумагами;

    γεμίζω τα χέρια μου μελανιά (αίματα) — запачкать руки чернилами (кровью);

    2) набивать; начинять, фаршировать;

    γεμίζω την πίπα — набивать трубку;

    γεμί φίσκα — набивать до отказа;

    γεμίζω εμαυτόν — или γεμίζω την κοιλιά μου — наедаться, набить себе желудок;

    3) заряжать (ружьё);

    § γεμίζω πανί — распускать паруса;

    μας γέμισε μύγες он начал разводить (нам) турусы на колёсах;
    2. αμετ. 1) наполняться;

    τό θέατρο έχει γεμίσει (από) κόσμο — театр наполнился людьми;

    γέμισε το φεγγάρι наступило полнолуние;
    2) толстеть, поправляться; 3) становиться плотным (о материи);

    § δεν γεμίζει εύκολα το κεφάλι του — или πού να τού γεμίσεις το κεφάλι! — а) ему невозможно втолковать, растолковать (что-л.); — б) его трудно переубедить, разве его переубедишь?;

    φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακκούλι — погов, зёрнышко к зёрнышку — мешок наполнится

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γεμίζω

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό θέατρο — Κρατικό θέατρο της Ελλάδας που ιδρύθηκε το 1930. Το 1901 ιδρύθηκε το Βασιλικό Θέατρο,τοοποίο στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτίριο της οδού Αγίου Κωνσταντίνου 22. Το κτίριο αυτό κατασκευάστηκε κατά το διάστημα 1895 1901, σε σχέδια του Γερμανού… …   Dictionary of Greek

  • Ομοσπονδιακό Θέατρο — (Federal Theatre). θεατρικός οργανισμός των ΗΠΑ, που ιδρύθηκε από την κυβέρνηση Ρούσβελτ για να ανακουφίσει τη θεατρική ανεργία (1935 1939). Η Χάλυ Φλάναγκαν, σκηνοθέτης και μελετητής του θεάτρου, η οποία ανέλαβε τη διεύθυνση του τεράστιου… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μπαρό, Zαν Λουί — (Jean Luis Barrault, Βεζινέ 1910 –). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και θεατρικός σκηνοθέτης. Το 1934, ύστερα από μια περίοδο θητείας κοντά στον Ντιλέν και στον μίμο Ντεκρού, ο Μ. έγινε γνωστός με μια τολμηρή θεατρική διασκευή …   Dictionary of Greek

  • αυτοσχεδιασμός — Η ικανότητα να πραγματοποιεί κανείς κάτι χωρίς προπαρασκευή συχνά κάτω από την πίεση αντικειμενικής ανάγκης, ακολουθώντας την έμπνευση της στιγμής. Ιδιαίτερα ο όρος χρησιμοποιείται στη μουσική, στον χορό και στο θέατρο για την εκτέλεση σύνθεσης,… …   Dictionary of Greek

  • Καράγιωργα, Ολυμπία — (Κάιρο 1934 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου και μετεκπαιδεύτηκε στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Διετέλεσε εκπαιδευτικός σε σχολεία της ιδιωτικής εκπαίδευσης των Αθηνών. Παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • βεστιάριο — το (λ. λατ.) 1. ιματιοθήκη, γκαρνταρόμπα σε δημόσιο χώρο: Κάθε αίθουσα εκδηλώσεων πρέπει να διαθέτει και ένα τουλάχιστον βεστιάριο. 2. ο χώρος όπου φυλάσσεται το σύνολο των ενδυμασιών των ηθοποιών ενός θιάσου: Το εθνικό θέατρο έχει το πλουσιότερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρεμιέρα — η (λ. γαλλ.), η πρώτη θεατρική παράσταση ή εκτέλεση συναυλίας: Σήμερα το Κρατικό Θέατρο έχει πρεμιέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»